- τετράοδος
- τετράοδοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράοδος — η, ΝΜΑ το μέρος όπου συναντώνται τέσσερεις δρόμοι, το σταυροδρόμι νεοελλ. φρ. «τετράοδος λυχνία» ηλεκτρονική λυχνία τεσσάρων ηλεκτροδίων, δηλαδή μιας καθόδου, δύο πλεγμάτων και μιας ανόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὁδός] … Dictionary of Greek
τετραοδία — η, ΝΑ [τετράοδος] τετράοδος … Dictionary of Greek
τετραόδιο — το / τετραόδιον ΝΑ [τετράοδος] τετράοδος … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
τεθράϊος — και τεθράιτος, ἡ, Α τετράοδος*. τρίστρατο … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραοδίτις — ίτιδος, ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. τριοδ ῖτις)] … Dictionary of Greek